- во
- πρόθ. βλ. вΧρησιμοποιείται ως•
во: α) μπροστά από πολλές λέξεις που αρχίζουν από δύο ή τρία σύμφωνα, ιδιαίτερα αν το πρώτο είναι «В» ή «Ф»: во власти, во флоте, во сне. β) μπροστά από τις λέξεις: «весь», «всякий»: во весь голос• во всяком случае, γ) σε μερικές εκφράσεις: во-первых, во избежание.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.